καταγομος

καταγομος
    κατάγομος
    κατά-γομος
    2
    перегруженный, тяжело нагруженный
    

(πλοῖον Polyb.; ἅμαξαι Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καταγομος" в других словарях:

  • κατάγομος — κατάγομος, ον (Α) [καταγέμω] ο κατάφορτος, ο παραφορτωμένος («καταγόμων ὄντων τῶν πλοίων», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κατάγομον — κατάγομος deep laden masc/fem acc sg κατάγομος deep laden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμου — κατάγομος deep laden masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμους — κατάγομος deep laden masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμων — κατάγομος deep laden masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόμῳ — κατάγομος deep laden masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάγομοι — κατάγομος deep laden masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόγεμος — και ολόγιομος, η, ο (Μ ὁλόγομος, ον) (για τη σελήνη) γεμάτη φως, πλησιφαής («ολόγιομο φεγγάρι») νεοελλ. εντελώς γεμάτος, ολογέμιστος, υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γεμος / γιομος (< γεμίζω / γιομίζω). Ο τ. ὁλόγομος < ὁλ(ο) * + γομος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»